- ευαπάλλακτος
- εὐαπάλλακτος, -ον (Α)1. αυτός από τον οποίο απαλλάσσεται ή ελευθερώνεται κάποιος εύκολα («τὸ πάθος γίνεται εὐαπαλλακτότερον», Αριστοτ.)2. αυτός που διασκορπίζεται, που εξαφανίζεται εύκολα3. ανεμπόδιστος, ελεύθερος4. (για επιχείρημα) αυτός που εύκολα διαψεύδει, ανατρέπει ή ανασκευάζει.επίρρ...εὐαπαλλάκτως (ΑΜ)1. με τρόπο ευαπάλλακτο, περιληπτικάαρχ.φρ. (για οχυρή θέση) «εὐαπαλλάκτως ἔχει» — είναι εύκολος στο να εκκενώνεται.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -απ-αλλακτος (< απ-αλλάσσω), πρβλ. αν-απάλλακτος, δυσ-απάλλακτος].
Dictionary of Greek. 2013.